- παραθερισμός
- οκαλοκαιριάτικη διαμονή στην εξοχή, βλ. παραθέριση: Με τα έκτακτα γεγονότα το καλοκαίρι του 1974 διακόψαμε όλοι τον παραθερισμό μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.